- μανιοκαταθλιπτικός
- και μανιοκαταθλιπτικός, -ή, -όφρ. «μανιοκαταθλιπτική ψύχωση»ιατρ. πάθηση με διαλείπουσα ή κυκλική εξέλιξη, που χαρακτηρίζεται από την επέλευση κατά τη διάρκεια τής ζωής τού ασθενούς διαδοχικών παροξυσμών διέγερσης ή κατάθλιψης.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το α' συνθετικό της λ., πρβλ. αγγλ. maniac-depressive].
Dictionary of Greek. 2013.